κληροδοτώ

  • 1κληροδοτώ — κληροδοτώ, κληροδότησα βλ. πίν. 73 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2κληροδοτώ — (AM κληροδοτῶ, έω) [κληροδότης] δίνω σε κάποιον κάτι ως μερίδιο («και φάγητε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, καὶ κληροδοτήσητε τοῖς υἱοῖς ὑμῶν ἕως αἰῶνος», ΠΔ) νεοελλ. αφήνω σε κάποιον κάτι με κληροδοσία, τού τό αφήνω με διαθήκη ως κληροδότημα, τού τό παραχωρώ …

    Dictionary of Greek

  • 3κληροδοτώ — κληροδότησα, αφήνω ή παραχωρώ κληρονομιά ή κληροδότημα: Κληροδότησε την περιουσία του στο Πανεπιστήμιο …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4επικληροδοτώ — ἐπικληροδοτῶ, έω (Μ) [κληροδοτώ] κληροδοτώ επί πλέον …

    Dictionary of Greek

  • 5προκαταλείπω — Α καταλείπω κάτι ως κληρονομιά, κληροδοτώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταλείπω «αφήνω ως κληρονομιά, κληροδοτώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 6προκληροδοτώ — έω, Ν [κληροδοτώ] αφήνω κληροδότημα πριν από τον θάνατο, κληροδοτώ εκ τών προτέρων …

    Dictionary of Greek

  • 7απαφήνω — (Μ ἀπαφὴνω) 1. αφήνω εντελώς, εγκαταλείπω, παρατώ 2. προσπερνώ 3. αποσπώ, απομακρύνω 4. κληροδοτώ …

    Dictionary of Greek

  • 8αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… …

    Dictionary of Greek

  • 9αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ …

    Dictionary of Greek

  • 10αφήνω — και αφίνω Ι. (μτβ.) 1. παύω να κρατώ κάτι 2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου 3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ 4. αποχωρίζομαι κάποιον 5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου 6. σταματώ, παύω 7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες 8. (για… …

    Dictionary of Greek