κληρίον
1κληρίον — κληρίον, τὸ (Α) [κλήρος] (υποκορ. τού κλήρος) μικρή κληρονομιά, μικρό κτήμα που προέρχεται από κληρονομιά …
2κληρίον — bonds neut nom/voc/acc sg …
3κλήριον — κλήριος masc/fem acc sg κλήριος neut nom/voc/acc sg …
4κληρία — κληρίον bonds neut nom/voc/acc pl …
5κλάρια — Προσωνυμία της Άρτεμης, που λατρευόταν μαζί με τον Κλάριο Απόλλωνα στη μικρή πόλη της Ιωνίας, Κλάρο. Η Κ. Άρτεμη απεικονίζεται συνήθως μαζί με τον Απόλλωνα σε νομίσματα της Κολοφώνας του 3ου και του 2ου αι. π.Χ. και μοιάζει με την Εφέσια. * * *… …
6κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …