κλεψύδρᾳ
1κλεψύδρα — κλεψύδρᾱ , κλεψύδρα pipette fem nom/voc/acc dual (ionic) κλεψύδρᾱ , κλεψύδρα pipette fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …
2Κλεψύδρα — Κλεψύδρᾱ , Κλεψύδρη pipette fem nom/voc/acc dual Κλεψύδρᾱ , Κλεψύδρη pipette fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3Κλεψύδρᾳ — Κλεψύδρᾱͅ , Κλεψύδρη pipette fem dat sg (attic doric aeolic) …
4κλεψύδρα — Αρχαίο όργανο μέτρησης του χρόνου· πήλινο αγγείο απ’ όπου έρεε, κατά σταγόνες, το νερό. Συνήθως οι κ. είχαν σχήμα X. Όταν όλο το νερό είχε περάσει από το επάνω δοχείο στο κάτω, η κ. αναστρεφόταν και άρχιζε ξανά η μέτρηση του χρόνου. Με τη… …
5κλεψύδρᾳ — κλεψύδραι , κλεψύδρα pipette fem nom/voc pl (ionic) κλεψύδρᾱͅ , κλεψύδρα pipette fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
6κλεψύδρα — η στους αρχαίους ήταν αγγείο με τρύπες που γεμιζόταν με νερό και χρησίμευε για τη μέτρηση του χρόνου της ομιλίας στα δικαστήρια κ.ά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7κλεψύδρας — κλεψύδρᾱς , κλεψύδρα pipette fem acc pl (ionic) κλεψύδρᾱς , κλεψύδρα pipette fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …
8κλεψύδραι — κλεψύδρα pipette fem nom/voc pl (ionic) κλεψύδρᾱͅ , κλεψύδρα pipette fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
9κλεψύδραν — κλεψύδρᾱν , κλεψύδρα pipette fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …
10Κλεψύδρας — Κλεψύδρᾱς , Κλεψύδρη pipette fem acc pl Κλεψύδρᾱς , Κλεψύδρη pipette fem gen sg (attic doric aeolic) …