κλεψί-γαμος
1λαθρόγαμος — η, ο 1. αυτός που συνάπτει κρυφό ή παράνομο γάμο 2. μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + γάμος (πρβλ. κλεψί γαμος, οψί γαμος)] …
2κλεψίγαμος — η, ο (AM κλεψίγαμος, ον) αυτός που έχει παράνομες σαρκικές σχέσεις, μοιχός νεοελλ. (για παιδιά) αυτός που γεννήθηκε από κλεψιγαμία αρχ. αυτός που γίνεται κατά την κλεψιγαμία («κλεψίγαμοί τε φθοραί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + γαμος… …