κλεπτ-οσύνη
1κλεψοσύνη — κλεψοσύνη, ἡ (Μ) κλοπή, κλεψιά, κλέψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κλεψ α) κατά το κλεπτ οσύνη] …
1κλεψοσύνη — κλεψοσύνη, ἡ (Μ) κλοπή, κλεψιά, κλέψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κλεψ α) κατά το κλεπτ οσύνη] …