κλεισμός

  • 1κλεϊσμός — κλεϊσμός, ὁ (Μ) [κλεΐζω] ονομασία, όνομα, προσηγορία …

    Dictionary of Greek

  • 2κλεισμός — ο (Α κλεισμός) [κλείω (Ι)] νεοελλ. κλείσιμο, εγκλεισμός μέσα σε κάτι αρχ. πάπ. αποθήκευση σε χώρο ασφαλισμένο με κλειδί («κλεισμός οίνου», πάπ.) …

    Dictionary of Greek

  • 3κλεισμόν — κλεισμός storing under lock and key masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …

    Dictionary of Greek