κλειδώνω

  • 1κλειδώνω — κλειδώνω, κλείδωσα βλ. πίν. 3 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2κλειδώνω — (AM κλειδῶ, όω, Μ και κλειδώνω) [κλεις] κλείνω κάτι κάπου, ασφαλίζω κάτι με κλειδί («κλείδωσα καλά τις πόρτες τού σπιτιού») νεοελλ. 1. (αμτβ.) κλείνομαι με κλειδί («δεν κλειδώνει η πόρτα») 2. μτφ. κρατώ κάτι μυστικό 3. ναυτ. συνδέω με κλειδί τα… …

    Dictionary of Greek

  • 3κλειδώνω — κλείδωσα, κλειδώθηκα, κλειδωμένος 1. κλείνω κάτι με κλειδί: Κλειδώνει πάντα τα συρτάρια του. 2. περιορίζω κάποιον, τον κλείνω μέσα: Κλειδώνει τις κόρες του. 3. κλείνομαι με κλειδί: Δεν κλειδώνει καλά η πόρτα. 4. το μέσ., κλειδώνομαι, μένω στο… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4διπλοκλειδώνω — κλειδώνω κάτι δύο φορές, ασφαλίζω καλά …

    Dictionary of Greek

  • 5σφιχτοκλειδώνω — Ν κλειδώνω σφιχτά, κλειδώνω ασφαλώς («καλώς το σεντουκάκι μου το σφιχτοκλειδωμένο», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + κλειδώνω] …

    Dictionary of Greek

  • 6κλειδομανταλώνω — 1. κλειδώνω καλά με μάνταλο 2. κλείνω κάτι με ασφάλεια 3. μέσ. κλειδομανταλώνομαι κλείνω ασφαλώς και με πολλές προφυλάξεις τις εισόδους τού σπιτιού ή τού δωματίου μου, ιδίως από φόβο και για αποφυγή εισόδου κακοποιών («γριά μην καμαρώνεσαι, μην… …

    Dictionary of Greek

  • 7Kolpokleisis — (von grch. κόλπος kólpos „Mutterschoß“, „Scheide“; κλειδώνω kleiosis „verschließen“) nennt man einen operativen Verschluss der Vagina. Die Kolpokleisis wurde früher häufiger, heute jedoch nur noch selten zur Behandlung eines Scheiden Gebärmutter… …

    Deutsch Wikipedia

  • 8ασφαλίζω — (AM ἀσφαλίζω και ομαι) [ασφαλής] 1. προφυλάσσω κάτι ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο 2. (για πόλη, κάστρο κ.λπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω 3. εξασφαλίζω, παρέχω βεβαιότητα, κατοχυρώνω 4. κλείνω καλά, κλειδώνω 1| αρχ. μσν. 1. δεσμεύω 2. επιβάλλω… …

    Dictionary of Greek

  • 9διπλομανταλώνω — (Μ διπλομανταλώνω) 1. κλειδώνω με διπλά μάνταλα, ασφαλίζω 2. περιορίζω αυστηρά …

    Dictionary of Greek

  • 10εγκλείω — (AM ἐγκλείω Α και ἐγκλῄω) κλείνω μέσα, κλειδώνω, περιορίζω, φυλακίζω νεοελλ. 1. (για επιστολές) βάζω κάτι μέσα στον ίδιο φάκελο 2. μτφ. περιέχω, περιλαμβάνω …

    Dictionary of Greek