κλειδοῦχος

  • 31κλειδοφύλακας — ο, η, (Α κλειδοφύλαξ, ακος) αυτός που κρατά τα κλειδιά, κλειδούχος («ἀνοιγείσης τῆς θύρας ὑπὸ τοῡ κλειδοφύλακος ἐμπεπιστευμένου γυναίου», Λουκιαν.) …

    Dictionary of Greek

  • 32κληδούχος — κληδοῡχος, ον (Α) (αττ. τ.) βλ. κλειδούχος …

    Dictionary of Greek

  • 33ՓԱԿԱԿԱԼ — (ի, աց.) NBH 2 0924 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 13c գ. κλειδοῦχος claviger, clavicularius. Ունօղ զփականս դրան՝ իշխանութեամբ բանալոյ եւ փակելոյ, պետ բանալեաց. գլխաւոր դռնապան. եկեղեցպան. լուսարար. բալլիքի… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)