κλείονται

  • 1κλείονται — κλέω tell of pres ind mp 3rd pl κλείω 1 shut pres ind mp 3rd pl κλείω 2 celebrate pres ind mp 3rd pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κλέω — κλέω, επικ. τ. κλείω (Α) 1. λέγω για κάποιον ή για κάτι, γνωστοποιώ κάτι, φημίζω, ψάλλω, εγκωμιάζω κάτι («ἔργ ἀνδρῶν... τά τε κλείουσιν ἀοιδοί», Ομ. Οδ.) 2. καλώ, ονομάζω («ἐνθα περ ἀκταί κλείονται Παγασαί Μαγνήτιδες», Απολλ. Ρόδ.) 3. μέσ.… …

    Dictionary of Greek