κλείνω (

  • 71βαλανώ — βαλανῶ ( όω) (Α) [βάλανος] κλείνω την πόρτα τοποθετώντας τη βάλανο …

    Dictionary of Greek

  • 72βασιλεύω — (AM βασιλεύω) Ι. 1. είμαι ή γίνομαι βασιλιάς 2. ασκώ τη βασιλική εξουσία ή (γενικότερα) κυβερνώ, διοικώ 3. ζω βασιλικά, με βασιλική άνεση μσν. νεοελλ. 1. δύω («ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται», «βασίλευσεν ὁ ἥλιος κι ἔφθασεν ἡ ἑσπέρα») 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 73βλεφαρίζω — (Α) [βλέφαρον] κλείνω το μάτι, πονηρά, σε κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 74βουλλώνω — (Μ βουλλώνω) 1. σφραγίζω κάτι με βούλλα 2. σφραγίζω, κλείνω κάτι ερμητικά 3. βάζω σε κάποιον ή κάτι σημάδι για αναγνώριση 4. σημαδεύω, στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο 5. επικυρώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω με το πώμα, με το καπάκι 2. φράζομαι, παθαίνω… …

    Dictionary of Greek

  • 75βυσαύχην — βυσαύχην, ο, η (Α) κοντολαίμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βυσ (του αορ. έβυσα του ρ. βύω) «κλείνω, αποφράσω, ταπώνω» + αυχήν] …

    Dictionary of Greek

  • 76βύκτης — βύκτης, ο (Α) 1. φρ. «ἄνεμοι βύκται» άνεμοι που βουίζουν 2. ως ουσ. θυελλώδης άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», τότε η λ. βύκτης συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «βεβυκώσθαι (ή βεβηκώσθαι)… …

    Dictionary of Greek

  • 77βύω — (Α) κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» βουλωμένος με νήμα β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» αυτός που έχει βύσμα στ αφτιά και δεν ακούει). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το …

    Dictionary of Greek

  • 78γλοιάζω — (Α) [γλοιός] κλείνω ματάκι σε κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 79γρεκιάζω — [γρέκι] 1. κλείνω το κοπάδι στο γρέκι 2. διανυκτερεύω στο γρέκι 3. διανυκτερεύω …

    Dictionary of Greek

  • 80γροθίζω — (Μ γροθίζω και γρονθίζω) χτυπώ κάποιον με γροθιές νεοελλ. κλείνω το χέρι σφιχτά …

    Dictionary of Greek