κλείνω (
31κατακορακώ — κατακορακῶ, όω (Α) κλείνω ένα σαρκοφάγο με κατακόρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κορακῶ «κλείνω, σφραγίζω» (< κόραξ «αρπάγη»)] …
32καταμύω — (Α) 1. κλείνω τα μάτια (α. «καταμύει τὰ βλέφαρα», Ξεν. β. «καταμύειν ὑπ ἐκπλήξεως», Φιλόστρ.) 2. αποκοιμιέμαι 3. (κατ ευφημισμόν αντί τού καταθνήσκω) πεθαίνω («ἢν ὁ γέρων μόνον καταμύση», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μύω «κλείνω τα μάτια»] …
33καταφιμώ — καταφιμῶ, όω (Α) (επιτ. τ. τού φιμώ*) κλείνω το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φιμῶ «φιμώνω, κλείνω»] …
34κλείσιμο — το [κλείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλείνω, το να κλείνει κάποιος κάτι, το σφάλισμα («το κλείσιμο τής πόρτας») 2. το να κλείνει ή να κλείνεται κάποιος σε κλειστό χώρο, η κλεισούρα («το κλείσιμο στη φυλακή») 3. διακοπή λειτουργίας ή… …
35κλειδομανταλώνω — 1. κλειδώνω καλά με μάνταλο 2. κλείνω κάτι με ασφάλεια 3. μέσ. κλειδομανταλώνομαι κλείνω ασφαλώς και με πολλές προφυλάξεις τις εισόδους τού σπιτιού ή τού δωματίου μου, ιδίως από φόβο και για αποφυγή εισόδου κακοποιών («γριά μην καμαρώνεσαι, μην… …
36κορδιάζω — (Μ) 1. (μτβ.) συσχετίζω, συνταιριάζω 2. (αμτβ.) έρχομαι σε συνεννόηση ή κλείνω συμφωνία 3. φρ. «κορδιάζω στοίχημα» κλείνω συμφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γαλλ. acorder ή < βεν. acordar] …
37μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …
38μανδρεύω — (AM) [μάνδρα] μαντρώνω, κλείνω κάποιον σε μάντρα μσν. κλείνω κάποιον σε μοναστήρι ως μοναχό …
39μαντρίζω — (Μ μανδρίζω και μανδριάζω) βάζω σε μάντρα, κλείνω ζώα σε μαντρί νεοελλ. 1. περιορίζω κάποιον σε έναν χώρο 2. κλείνω μοναχό σε μοναστήρι 3. περιβάλλω έναν χώρο με μάντρα μσν. μέσ. μανδρίζομαι καταυλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα ή μαντρί] …
40περικυκλώνω — περικυκλῶ, όω, ΝΜΑ περιορίζω, κλείνω κάτι από όλες τις πλευρές, περιβάλλω κυκλικώς νεοελλ. στρ. δημιουργώ κλοιό, κλείνω σε κλοιό πολιορκώ μσν. περιβάλλω, περικλείνω κάτι για να το προστατεύσω αρχ. 1. περιέρχομαι 2. μέσ. περικυκλοῡμαι όομαι… …