κλείνω
111επιτυφλώ — ἐπιτυφλῶ, όω (Α) [τυφλώ] 1. κάνω κάτι ή κάποιον περισσότερο τυφλό, κλείνω τους πόρους, φράζω («ἐπιτυφλούμενα ἐμπλάττειν τὰ φλεβία», Θεόφρ.) 2. τυφλώνω επί πλέον …
112επιφράσσω — (Α ἐπιφράσσω και αττ. τ. ἐπιφράττω) [φράσσω] φράζω, κλείνω με φράγμα από πάνω («ταύτην [τὴν δίοδον] ἐπιφράξαντες τῇ ὕλῃ», Θεόφρ.) …
113επιχορεύω — ἐπιχορεύω (Α) 1. χορεύω για να πανηγυρίσω κάποιο γεγονός 2. έρχομαι χορεύοντας 3. ολοκληρώνω, κλείνω την παράσταση με χορικό άσμα («καὶ ὁ μὲν ποιητής εἰπὼν πολλαὶ μορφαὶ τῶν δαιμονίων ἢ τοιοῡτό τι ἐπιχορεύσας ἀπῆλθε») …
114εποίγνυμι — ἐποίγνυμι (Α) κλείνω («πᾱσαι [πύλαι] γὰρ ἐπῴχατο», Ομ. Ιλ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίγνυμι «ανοίγω»] …
115εποχλίζω — ἐποχλίζω (Α) κλείνω, ασφαλίζω …
116εσχαρώνω — (Α ἐσχαρῶ, όω) [εσχάρα] 1. (για αλοιφές) σχηματίζω εσχάρα, κν, κακάδι, σε έλκος ή τραύμα, τό επουλώνω 2. παθ. εσχαρούμαι (για έλκη ή πληγές) επουλώνομαι, αποκτώ εσχάρα, κλείνω νεοελλ. αρχίζω την ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω… …
117εφυπνώ — ἐφυπνῶ, όω (ΑΜ) κοιμάμαι μσν. 1. κοιμάμαι μαζί με κάποιον 2. κλείνω τα μάτια σε κάτι, κάνω πως δεν βλέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑπνῶ (< ὕπνος)] …
118ζυγωθρίζω — (Α) [ζύγωθρο] 1. ζυγίζω, κρίνω, εξετάζω 2. κλείνω, μανταλώνω …
119ζυγώνω — (Μ ζυγῶ, όω, Μ και ζυγώνω) 1. τοποθετώ κάτω από ζυγό, συνάπτω, συνδέω, ενώνω, συναρμόζω («ζυγώνει τις δύο άκρες και έπειτα τίς ράβει») 2. μτφ. υποτάσσω, υποδουλώνω, δαμάζω κάποιον νεοελλ. 1. (για χρονικές εποχές, εορτές ή γεγονότα) πλησιάζω,… …
120ζύγαστρον — ζύγαστρον, τό (Α) 1. κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους 2. (κατά τον Φώτ.) «παρὰ Δελφοῑς δὲ ζύγαστρον καλεῑται τὸ γραμματοφυλάκιον» 3. φρ. «ζύγαστρα λάρνακος» το κάλυμμα ή, κατ άλλους, τα κλειδιά τής λάρνακας. [ΕΤΥΜΟΛ …