κλείνω
1κλείνω — και κλείω και κλειώ, έκλεισα, κλείστηκα, κλεισμένος 1. φράζω, κάνω κάτι να μην είναι πια ανοιχτό: Κλείνω την πόρτα. 2. αποκλείω, φράζω τη διάβαση, διακόπτω την επικοινωνία: Τα χιόνια έχουν κλείσει τα ορεινά χωριά. 3. συμπληρώνω: Σήμερα η κόρη μας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2κλείνω — κλείνω, έκλεισα βλ. πίν. 1 …
3κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …
4κλεινῷ — κλεινός famous masc/neut dat sg …
5κλεινώ — κλεινός famous masc/neut nom/voc/acc dual …
6μισοκλείνω — κλείνω κάτι κατά το ήμισυ, κλείνω λίγο, όχι εντελώς …
7αμπαρώνω — κλείνω την πόρτα με αμπάρα για μεγαλύτερη ασφάλεια η μετοχή αμπαρωμένος έχει και την έννοια κλεισμένος στον εαυτό του, απρόθυμος για επικοινωνία ή συνεννόηση, επιφυλακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάρα. ΠΑΡ. αμπάρωμα, αμπαρωτός] …
8βαδώνω — κλείνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …
9εσωκλείω — κλείνω μέσα σε κάτι, ιδίως σε επιστολή, σε φάκελο («σού εσώκλεισα 100 δραχμές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κλείω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] …
10κλειδοστομιάζω — κλείνω σφιχτά το στόμα μου, σωπαίνω από έκπληξη ή από φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί + στομιάζω (< στόμα), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …