κλείνω

  • 91εκκλείω — ἐκκλείω και ιων. τ. ἐκκληΐζω (Α) 1. κλείνω έξω από κάτι 2. αποκλείω, δεν επιτρέπω 3. εμποδίζω 4. αποκόπτω …

    Dictionary of Greek

  • 92εμφράσσω — (AM ἐμφράσσω, Α αττ. τ. ἐμφράττω, Μ και ἐμφράγνυμι και ἐμφράζω) φράζω, κλείνω, στομώνω κάτι με άλλο πράγμα, βουλλώνω («ἐξιέναι κωλύει τὸ θερμὸν ἐμφράττον τοὺς πόρους», Θεόφρ.) αρχ. μσν. 1. βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο για έμφραξη, χώνω 2. ματαιώνω …

    Dictionary of Greek

  • 93εναποικοδομώ — ἐναποικοδομῶ ( έω) (Α) κλείνω κάποιον σ ένα οικοδόμημα χωρίς έξοδο («τὸν προδότην ἐναποικοδομήσαντες διέφθειραν», Πολύαιν.) …

    Dictionary of Greek

  • 94ενθυλακώνω — 1. βάζω κάτι στην τσέπη, ιδιοποιούμαι κάτι αδίκως ή παρανόμως, τσεπώνω 2. κλείνω μέσα σε θύλακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Δημ. Καρέκλη] …

    Dictionary of Greek

  • 95ενλακκεύω — ἐνλακκεύω (Μ) [λάκκος] κλείνω σε λάκκο …

    Dictionary of Greek

  • 96ενοικοδομώ — (AM ἐνοικοδομῶ, έω) [οικοδομώ] χτίζω, οικοδομώ κάπου αρχ. 1. οικοδομώ, χτίζω κάπου για τον εαυτό μου («τεῑχος ἐνοικοδομησάμενοι ἔφθειρον τοὺς ἐν τῇ πόλει», Θουκ.) 2. αποφράζω, κλείνω με τοίχο («ἐνοικοδομῆσαι τὴν εἴσοδον», Αρριαν.) 3. ανοικοδομώ …

    Dictionary of Greek

  • 97εξέργω — ἐξέργω> αττ. τ. ἐξείργω (Α) [έργω] 1. αποκλείω («τούτους οὖν ἐξείργει ἀπὸ τοῡ βήματος», Αισχίν.) 2. διώχνω κάποιον, τόν κλείνω έξω («τοὺς συκοφάντας οὐ θύραζ ἐξείρξετε;», Αριστοφ.) 3. εμποδίζω («οὐδέν ἐξείργει νόμος», Ευρ.) 4. αναγκάζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 98επανατίθημι — ἐπανατίθημι (Α) [τίθημι] 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε άλλο, επιθέτω («φέρ ἐπαναθῶ σοι καὶ ξύλον», Αριστοφ.) 2. ενεργ. αναθέτω ξανά ή απλώς αναθέτω, επιφορτίζω κάποιον και παθ. με την ίδια σημασία 3. μέσ. (με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.) κληροδοτώ 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 99επασφαλίζω — ἐπασφαλίζω (AM) μσν. κλειδώνω, ασφαλίζω αρχ. 1. στερεώνω, στηρίζω 2. μέσ. ἐπασφαλίζομαι εξασφαλίζω 3. (για πηγή) επουλώνομαι, κλείνω …

    Dictionary of Greek

  • 100επικαθίημι — ἐπικαθίημι (Α) 1. προσδίδω, προσαρμόζω κάτι 2. βάζω μέσα σε κάτι, παρεισάγω 3. επιρρίπτω κάτι σε κάποιον 4. αφήνω κάτι να πέσει 5. κατεβάζοντας κλείνω 6. κόβω ή κεντώ ξανά 7. τοποθετώ, πατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ ίημι «ρίχνω κάτω»] …

    Dictionary of Greek