κλείνω

  • 81δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …

    Dictionary of Greek

  • 82δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …

    Dictionary of Greek

  • 83διομολογώ — διομολογῶ ( έω) (AM) [ομολογώ] συμφωνώ, συγκατανεύω, κλείνω συμφωνία αρχ. μσν. αναγνωρίζω πλήρως, ομολογώ αρχ. ( οῡμαι) συμφωνώ με κάποιον σ ένα ζήτημα …

    Dictionary of Greek

  • 84είργνυμι — εἵργνυμι και εἱργνύω (Α) 1. κλείνω μέσα, εγκλείω 2. ρίχνω στη φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής ενεστώτας τού είργω*, σχηματισμένος κατά τα σε μι] …

    Dictionary of Greek

  • 85είργω — εἴργω και εἵργω (Α) βλ. έργω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εἴργω (< *ε (F)εργω, με προθηματ. ε ) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *wer g «κλείνω, εγκλείω, περικλείω». Οι διάφοροι τ. τού ρήματος εμφανίζονται τόσο με ψιλή όσο και με δασεία πρβλ. ενεστ. εἴργω (απείργω) και …

    Dictionary of Greek

  • 86εγκατακλείω — ἐγκατακλείω (AM) κλείνω κάτι καλά μέσα σε κάτι άλλο …

    Dictionary of Greek

  • 87εγκατοικοδομώ — ἐγκατοικοδομῶ ( έω) (Α) 1. χτίζω μέσα ή πάνω σε κάτι 2. κλείνω μέσα σε οικοδόμημα …

    Dictionary of Greek

  • 88εγκιβωτίζω — 1. κλείνω μέσα σε κιβώτιο, αμπαλλάρω 2. κατασκευάζω στεγανό περίφραγμα για να αποκλείσω το νερό ώστε να θεμελιωθεί έργο, κασονάρω …

    Dictionary of Greek

  • 89εγκλείω — (AM ἐγκλείω Α και ἐγκλῄω) κλείνω μέσα, κλειδώνω, περιορίζω, φυλακίζω νεοελλ. 1. (για επιστολές) βάζω κάτι μέσα στον ίδιο φάκελο 2. μτφ. περιέχω, περιλαμβάνω …

    Dictionary of Greek

  • 90εισέργνυμι — εἰσέργνυμι (Α) κλείνω μέσα …

    Dictionary of Greek