κλείνω

  • 61ανοιγοκλείνω — (κ. ανοιγοκλειώ) 1. ανοίγω και κλείνω κάτι συνέχεια 2. (αμτβ.) ανοίγομαι και κλείνομαι διαδοχικά 3. φρ. «όσο ν’ ανοιγολείσω τα μάτια» πολύ γρήγορα, εν ριπή οφθαλμού …

    Dictionary of Greek

  • 62απασφαλίζω — (Μ ἀπασφαλίζω) νεοελλ. αφαιρώ την ασφάλεια, ελευθερώνω μσν. φράζω, κλείνω, προφυλάσσω …

    Dictionary of Greek

  • 63αποβύω — ἀποβύω (Α) [βύω] φράζω, κλείνω ερμητικά …

    Dictionary of Greek

  • 64απορράπτω — ἀπορράπτω (Α) 1. ράβω ξανά 2. ράβω 3. φρ. «ἀπορράπτω στόμα» κλείνω, βουλλώνω 4. «ἀπορράπτει τὸ βαλάντιον» φυλάει καλά το χρήμα του, είναι σπαγγοραμμένος …

    Dictionary of Greek

  • 65αποστομώνω — (Α ἀποστομῶ, όω) κλείνω το στόμα κάποιου, τον κάνω να σωπάσει αρχ. 1. αποφράσσω 2. αμβλύνω την άκρη αιχμηρού αντικειμένου …

    Dictionary of Greek

  • 66αποσφαλίζω — κ. σφαλνώ (Μ ἀποσφαλίζω) 1. κλείνω κάποιον ή κάτι σε μέρος ασφαλισμένο 2. αποκλείω τη θάλασσα κατά τη διάρκεια πολιορκίας …

    Dictionary of Greek

  • 67αποφράζω — κ. σσω (AM ἀποφράσσω, Α κ. ττω κ. ἀποφράγνυμι, κ. γνύω) κλείνω, φράζω εντελώς νεοελλ. ( σσω) ανοίγω κάτι φραγμένο, ξεβουλλώνω …

    Dictionary of Greek

  • 68αποχώνω — (Α ἀποχώννυμι κ. νύω) κλείνω ή φράζω με χώμα, επιχωματώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω τελείως με χώμα 2. κρύβω, θάβω βαθιά …

    Dictionary of Greek

  • 69αστέγνωτος — η, ο (Α ἀστέγνωτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει στεγνώσει, ο υγρός αρχ. ο ασκέπαστος («ἀστέγνωτον ἀγγεῑον»). [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. αστέγνωτος < αστερ. + στεγνώνω αρχ. αστέγνωτος < α στερ. + στεγνώ ( όω) «καλύπτω, κλείνω ερμητικά»] …

    Dictionary of Greek

  • 70ασφαλίζω — (AM ἀσφαλίζω και ομαι) [ασφαλής] 1. προφυλάσσω κάτι ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο 2. (για πόλη, κάστρο κ.λπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω 3. εξασφαλίζω, παρέχω βεβαιότητα, κατοχυρώνω 4. κλείνω καλά, κλειδώνω 1| αρχ. μσν. 1. δεσμεύω 2. επιβάλλω… …

    Dictionary of Greek