κλείνω
51υποκλείω — ΜΑ παρακαλώ κάποιον γονατιστός αρχ. κλείνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλείω «κλείνω»] …
52υποφράσσω — και αττ. τ. ὑποφράττω Α φράζω, κλείνω από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φράσσω «κλείνω, περιφράζω»] …
53εντοιχίζω — εντοίχισα, εντοιχίστηκα, εντοιχισμένος, μτβ. 1. προσαρμόζω κάτι στον τοίχο, το στερεώνω στην κατακόρυφη εξωτερική επιφάνειά του. 2. κλείνω κάτι μέσα σε τοίχο. 3. κλείνω κάτι σε χώρο του οποίου φράζω τις εξόδους με τοίχους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
54κλειδώνω — κλείδωσα, κλειδώθηκα, κλειδωμένος 1. κλείνω κάτι με κλειδί: Κλειδώνει πάντα τα συρτάρια του. 2. περιορίζω κάποιον, τον κλείνω μέσα: Κλειδώνει τις κόρες του. 3. κλείνομαι με κλειδί: Δεν κλειδώνει καλά η πόρτα. 4. το μέσ., κλειδώνομαι, μένω στο… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
55φράζω — έφραξα, φράχτηκα, φραγμένος 1. μτβ., κατασκευάζω φραγμό, περιφράζω, προστατεύω με φράχτη: Φράζω το περιβόλι. 2. αποκλείω πέρασμα, αποφράζω, κλείνω: Οι κορμοί δέντρων έφραξαν το δρόμο. 3. κλείνω στόμιο, βουλώνω, στουμπώνω: Να φράξεις με τάπα το… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
56φυλακίζω — φυλάκισα, φυλακίστηκα, φυλακισμένος, και φυλακώνω φυλάκωσα, φυλακώθηκα, φυλακωμένος 1. μτβ., κλείνω κάποιον στη φυλακή, τον φυλακώνω, τον κλείνω μέσα. 2. τιμωρώ με την ποινή της φυλάκισης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
57ακάμμυστος — η, ο (Α ἀκάμμυστος, ον) 1. αυτός που δεν κλείνει τα μάτια, άυπνος, άγρυπνος 2. (οφθαλμός) που δεν κλείνει, ανοιχτός, ακοίμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καμμύω < καταμύω «κλείνω τα μάτια»] …
58ακροβυστία — η (Α ἀκροβυστία) το άκρο τού δέρματος τού ανδρικού γεννητικού οργάνου μσν. αρχ. 1. η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί κάποιος περιτομή 2. (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί περιτομή, δηλ. οι εθνικοί, σε αντίθεση με τους… …
59αναζυγώ — ἀναζυγῶ ( όω) (ΑΜ) βγάζω τον σύρτη, ξεμανταλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα στερ. + ζυγῶ «μανταλώνω, κλείνω»] …
60αναμύω — (Α ἀναμύω) μσν. νεοελλ. ανοίγω τα μάτια μου, αναβλέπω νεοελλ. αναδίνω βλαστούς, φυτρώνω, βλαστάνω αρχ. ανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + μύω «είμαι κλειστός, κλείνω» (για τα μάτια, για το στόμα κ.λπ.)] …