κλείνω

  • 41περιφιμώ — όω, Α κλείνω τελείως, καπακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φιμῶ «φιμώνω, κλείνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 42προεισκλείω — Μ εγκλείω, κλείνω μέσα προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσκλείω «κλείνω, ασφαλίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 43προκλείω — Μ κλείνω προηγουμένως («τῶν ἄλλων πυλῶν προκεκλεισμένων», Άνν. Κομν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κλείω (Ι) «κλείνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 44προστεγνώ — όω, Α 1. κλείνω ερμητικά προηγουμένως 2. καλύπτω στεγανά προηγουμένως 3. σταματώ, εμποδίζω έκκριση εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στεγνῶ «στεγνώνω, κλείνω καλά, καλύπτω στεγανά»] …

    Dictionary of Greek

  • 45συγκαθείργνυμι — και συγκαθείργω Α 1. κλείνω κάποιον κάπου μαζί με άλλους («εἰς ἔρημον οἰκίαν συγκαθειργμένη», Αισχίν.) 2. μτφ. κάνω κάποιον να παντρευτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθείργνυμι / καθείργω «κλείνω, φυλακίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 46συγκαταμύω — ΜΑ κλείνω κάτι μαζί με άλλον αρχ. κλείνομαι εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταμύω «κλείνω τα μάτια»] …

    Dictionary of Greek

  • 47συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… …

    Dictionary of Greek

  • 48συμμύω — ΜΑ (αμτβ.) (για τραύματα ή πληγές, για τα μάτια, για το στόμιο τής μήτρας τών έγκυων γυναικών ή και για φυτά ή άνθη) κλείνω («τὰ κρίνα οὔπω ἀνεῳγότα ἀλλ ἔτι συμμεμυκότα», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μύω «κλείνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 49συμφράσσω — ΜΑ μέσ. συμφράσσομαι συνωμοτώ («συμφραξάμενοι ἅπαντες καθαιροῡσί γε αὐτὸν τῆς ἀρχῆς καὶ εἰς τὸ τῆς Λήθης ἐμβάλλουσι φρούριον», Αγαθ.) αρχ. 1. (ιδίως σχετικά με στράτευμα) συμπυκνώνω, πυκνώνω τη διάταξη 2. φράζω ολόγυρα, περικλείω («λιθοειδεῑ… …

    Dictionary of Greek

  • 50σφαλίζω — ΝΜΑ [σφαλός] νεοελλ. κλείνω μέσα, περιορίζω νεοελλ. μσν. 1. κλείνω («το λαγουτάρι αναζητά, τού τραγουδιού θυμάται και τα βιβλία σφάλιξε», Ερωτόκρ.) 2. φράζω τη δίοδο, εμποδίζω («ἐγὼ ἐκεῑνον τὸν Μουσοὺρ ἀπέκτεινα δικαίως τὸν λῃστήν, ποὺ σφάλιζεν… …

    Dictionary of Greek