κλείνω

  • 121θεόκλειστος — η, ο 1. ο εντελώς κλεισμένος, ο κατάκλειστος («βρήκε το σπίτι θεόκλειστο») 2. αυτός που μένει σε κατάκλειστο χώρο («έμεινε θεόκλειστη στο σπίτι της»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλειστός (< κλείνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… …

    Dictionary of Greek

  • 122θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …

    Dictionary of Greek

  • 123καθαιρώ — (AM καθαιρώ, έω, Α ιων. τ. καταιρέω, αιολ. τ. κατάγρημι) (για αξιωματούχους) αφαιρώ το αξίωμα κάποιου, ανατρέπω κάποιον από την εξουσία («ο βασιλιάς καθαιρέθηκε») μσν. αρχ. 1. καταδικάζω («ἡ καθαιροῡσα ψῆφος» η καταδικαστική ψήφος, Λυσ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 124καθειργνύω — και καθείργω (AM καθείργυμι, Α και καθείργω) κλείνω μέσα, περιορίζω σε κάποιο χώρο, φυλακίζω («τὸν πατέρα... ἔνδον καθείρξας», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σπαν. και για πράγματα) φυλάγω κάτι κλεισμένο («καθεῑρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις») 2. μτφ. περιορίζω («τὴν …

    Dictionary of Greek

  • 125κακονυχτίζω — (Μ κακονυκτίζω) 1. περνώ κακή, άσχημη νύχτα, δεν κλείνω μάτι όλη τη νύχτα («κακονύχτισε ο άρρωστος») 2. (μτβ.) κάνω κάποιον να περάσει άσχημη νύχτα, δεν τόν αφήνω να κοιμηθεί («οι κανταδόροι μάς κακονύχτισαν χθες το βράδυ») 3. δεν ακολουθώ τους… …

    Dictionary of Greek

  • 126καλοκλείνω — (μτβ. και αμτβ.) κλείνω τελείως …

    Dictionary of Greek

  • 127καμμυός — καμμυός, ά, όν (Μ) τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. καμμύων, τού ρ. καμμύω «κλείνω τα μάτια»] …

    Dictionary of Greek

  • 128καμμύζω — (Μ) κλείνω τα μάτια, καμμύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμμύω κατά τα ρ. σε ζω] …

    Dictionary of Greek