κλείνω
101επικλίνω — ἐπικλίνω (AM) μσν. επιδοκιμάζω, συγκατανεύω αρχ. 1. προσδίδω επικλινή θέση 2. κατευθύνω σε κάτι 2. ενεργώ ώστε κάτι να πάρει μια ορισμένη κατεύθυνση 3. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, ακουμπώ 4. (για πόρτα) κλείνω 5. βρίσκομαι σε επικλινή θέση,… …
102επιλάζυμαι — ἐπιλάζυμαι (Α) κλείνω στερεά, κρατώ κλειστό («ἰδοὺ σιωπῶ κἀπιλάζυμαι στόμα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λάζυμαι «αρπάζω, πιάνω γερά»] …
103επιπάκτωση — η κλείσιμο, κλείδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + πακτώ (< πακτός) «κλείνω, στερεώνω»] …
104επιπακτώ — ἐπιπακτῶ, όω (Α) κλείνω καλά …
105επιρρήσσω — ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. αντί ἐπιρράσσω (Α) 1. τραβώ με τη βία και κλείνω («θύρην δ’ ἔχε μοῡνος ἐπιβλής εἰλάτινος, τὸν τρεῑς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», Ομ. Ιλ.) 2. (για άνεμο) (αμτβ.) ορμώ βίαια, ξεσπώ 3 …
106επισπώ — ἐπισπῶ, άω (AM) 1. σέρνω προς το μέρος μου 2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω («πέποιθα τοῡτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.) αρχ. 1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῡ ῥόπτρου», Ξεν.) 2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῡ βρόχου… …
107επιστομίζω — και απιστομίζω (AM ἐπιστομίζω) [επίστομα] νεοελλ. 1. βάζω κάποιον επίστομα (ή απίστομα), με το στόμα, το πρόσωπο στο έδαφος, μπρούμυτα 2. πέφτω επίστομα, μπρούμυτα 3. μπαίνω μπροστά σε κάποιον και τόν εμποδίζω αρχ. μσν. 1. φιμώνω, τοποθετώ… …
108επισυγκλείω — ἐπισυγκλείω (Μ) [συγκλείω] κλείνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («κλοιὸς χρυσοῡς περὶ τὸν αὐχένα ἐπισυγκλείεται») …
109επισυμμύω — ἐπισυμμύω (Α) κλείνω σφιχτά επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + συμμύω «συγκλείνω»] …
110επισυνάπτω — (AM ἐπισυνάπτω) [συνάπτω] προσθέτω, συνάπτω σε κάτι νεοελλ. 1. συνδέω, προσαρτώ (και συνήθως κλείνω στον ίδιο φάκελο) έγγραφο, επιταγή, σημείωμα, σχέδιο κ.λπ. σε επιστολή, αίτηση ή διαβιβαστικό έγγραφο 2. υποβάλλω πιστοποιητικό, έγγραφο κ.λπ.… …