κλαυϑμυρισμῶν
1κλαυθμυρισμῶν — κλαυθμυρισμός crying like a child masc gen pl …
2φιαλώ — Κόρη του αρκαδικού ήρωα Αλκιμέδοντα, που γέννησε κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία από τον Ηρακλή τον Αιχμαγόρα. Ο πατέρας της, για να την τιμωρήσει, την έδεσε σε ένα δέντρο σε κάποιο βουνό και δίπλα της απόθεσε το βρέφος, για να γίνουν βορά των …