κλαυθμὸς π
1κλαυθμός — masc nom sg …
2κλαυθμός — ο (AM κλαυθμός, Μ και κλαθμός, κλαυμός, κλαημός, κλιαμός) κλάμα, κλάψιμο, θρήνος («κλαυθμὸς ἅμα διὰ πάντων ἐχώρει καὶ πολὺς οἶκτος ἦν», Πλούτ.) νεοελλ. (συν. στη φρ.) «κλαυθμός και οδυρμός» γοερός θρήνος για μεγάλη συμφορά νεοελλ. μσν. έντονο… …
3κλαυθμοῖο — κλαυθμός masc gen sg (epic) …
4κλαυθμοῖς — κλαυθμός masc dat pl …
5κλαυθμοῖσι — κλαυθμός masc dat pl (epic ionic aeolic) …
6κλαυθμοί — κλαυθμός masc nom/voc pl …
7κλαυθμοῦ — κλαυθμός masc gen sg …
8κλαυθμούς — κλαυθμός masc acc pl …
9κλαυθμῶν — κλαυθμός masc gen pl …
10κλαυθμῷ — κλαυθμός masc dat sg …
Страницы