κλασμάτιον

  • 1κλασμάτιον — κλασμάτιον, τὸ (Α) μικρό τεμάχιο, μικρό τμήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάσμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον] …

    Dictionary of Greek