κλαικτός

  • 1κλακτός — κλᾳκτός και κλαϊκτός, ά, όν (Α) δωρ. τ. τού κλειστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. ρηματ. επίθ. τού κλείω (πρβλ. δωρ. αόρ. κλᾷξαι)] …

    Dictionary of Greek