κλαδών

  • 91ακροστάλαγμος — (acrostalagmus). Υποτυπώδης μύκητας (υφομύκης), που έχει κατακόρυφες καρπικές υφές, με εγκάρσια τοιχώματα. Τα σπόρια του βρίσκονται στις άκρες των τελευταίων μικρών κλάδων σε αλυσίδες, ενωμένα σε ένα σφαιρικό κεφάλι που διαλύεται στο νερό. Ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 92Αμαζόνιος — (Rio de Amazonas).Ποταμός (6.280 χλμ.) της Νότιας Αμερικής (η ορθότερη ονομασία του είναι Ποταμός των Αμαζόνων), που σχηματίζεται στην περιοχή των Άνδεων, διασχίζει από τα Δ προς τα A την ήπειρο και εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό. Αποτελεί μαζί… …

    Dictionary of Greek

  • 93αναρριχητικό — Στη βοτανική ονομάζεται α. το φυτό που ο βλαστός του δεν μπορεί να σηκωθεί από το έδαφος, αλλά αναπτύσσεται στηριζόμενο στους κορμούς και στα κλαδιά άλλων φυτών ή σε διάφορα υποστηρίγματα (τοίχοι, βράχοι, πάσσαλοι), προσκολλώμενο σε αυτά με… …

    Dictionary of Greek

  • 94Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 95Βασιλένκο, Σεργκέι — (Sergei Vasilenko, Μόσχα 1872 – 1956). Ρώσος μουσικοσυνθέτης. Συνεχίζοντας την παράδοση των αντιπροσώπων της ρωσικής σχολής του 19ου αι., που τα ενδιαφέροντά τους διχάζονταν συχνά μεταξύ της μουσικής και άλλων κλάδων ολότελα άσχετων, σπούδασε… …

    Dictionary of Greek

  • 96Βέζερ — (Weser). Ποταμός (790 χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, του οποίου η λεκάνη απορροής (46.000 τ. χλμ.) περιλαμβάνεται κατά μεγάλο μέρος στη Γερμανία. Εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα, δημιουργώντας ποταμόκολπο πλωτό ακόμα και για ποντοπόρα πλοία.… …

    Dictionary of Greek

  • 97Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …

    Dictionary of Greek

  • 98βιομάζα — Το βάρος ή η μάζα των ατόμων ενός είδους οργανισμών που βρίσκονται σε έναν βιότοπο ανά μονάδα επιφάνειας ή όγκου. Ο καθορισμός της μονάδας μέτρησης που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από το μέγεθος των οργανισμών και από την έκταση της περιοχής… …

    Dictionary of Greek

  • 99Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …

    Dictionary of Greek

  • 100Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… …

    Dictionary of Greek