κλαδών

  • 81υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …

    Dictionary of Greek

  • 82υμενίκη — η, Ν βοτ. ουσία που εκκρίνεται από τα δένδρα και σχηματίζει διαφανές και συνεχές στρώμα στην επιφάνεια τού κορμού τών κλάδων και τών φύλλων τους …

    Dictionary of Greek

  • 83υφυπουργός — ο, η, Ν κρατικός λειτουργός που δραστηριοποιείται δίπλα στον υπουργό και είναι επικεφαλής υπηρεσιών και κλάδων ή, σπανιότερα, αυτοτελούς υφυπουργείου, τής κεντρικής κρατικής διοίκησης και τού οποίου η θέση και οι αρμοδιότητες συμπίπτουν κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 84φθογγολογία — η, Ν γλωσσ. παλαιότερη ονομασία γλωσσολογικού κλάδου τού οποίου το αντικείμενο περιλαμβάνεται σήμερα στα αντικείμενα τών νεώτερων κλάδων τής γλωσσικής επιστήμης φωνητική και φωνολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθόγγος + λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1860… …

    Dictionary of Greek

  • 85φλοιοτρίβης — ο, Ν ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας σκολυτίδες, στο οποίο ανήκει και το είδος φλοιοτρίβης τής ελιάς, που ζει κάτω από τον φλοιό τών κλάδων τού δένδρου και προκαλεί μεγάλες καταστροφές στους ελαιώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ …

    Dictionary of Greek

  • 86φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …

    Dictionary of Greek

  • 87χημειοθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας που, βασίζεται σε βιολογικές, χημικές και ιατρικές γνώσεις, ερευνά και ετοιμάζει την παραγωγή ουσιών, που έχουν την ιδιότητα να δρουν τοξικά επί μικροβίων, ιών μεγάλου μεγέθους, ελμίνθων, πρωτοζώων, χωρίς να προκαλούν βλάβη στα… …

    Dictionary of Greek

  • 88όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… …

    Dictionary of Greek

  • 89Αβογκάντρο, Αμεντέο — (Amedeo Avogadro, conte di Quaregna e Ceretto, Τορίνο 1776 – 1856). Ιταλός επιστήμονας. Διετέλεσε καθηγητής των μαθηματικών και της φυσικής στο Βασιλικό Κολέγιο του Βερτσέλι· από το 1820 έως το 1822 είχε την έδρα της θεωρητικής φυσικής στο… …

    Dictionary of Greek

  • 90Ακιλία γενιά — Το αρχαιότερο γένος πληβείων της Ρώμης. Τα σπουδαιότερα μέλη των διαφόρων κλάδων του ήταν τα ακόλουθα: 1. Ακίλιος Μάνιος Γλαβρίων (τέλος 3ου αι. – αρχές 2ου αι. π.Χ.). Ύπατοςτο 191 π.Χ. Φίλος του Κορνηλίου Σκιπίωνα του Αφρικανού. Κατέστειλε το… …

    Dictionary of Greek