κλαδών

  • 61νευροβιολογία — η (βιολ. ιατρ.) το σύνολο τών βιολογικών και ιατρικών κλάδων τής επιστήμης που μελετούν το νευρικό σύστημα …

    Dictionary of Greek

  • 62νεφρικός — ή, ό (ΑΜ νεφρικός, ή, όν) [νεφρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς νεοελλ. φρ. α) «νεφρική ανεπάρκεια» ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία οι νεφροί δεν μπορούν να απεκκρίνουν από τον οργανισμό όλες τις τοξικές ουσίες που… …

    Dictionary of Greek

  • 63νωθουρίς — νωθουρίς, ίδος, ἡ (Α) το φυτό βαλλωτή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. τού νωθής «ατάραχος, ήρεμος» + οὐρά. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του] …

    Dictionary of Greek

  • 64νωθράς — νωθράς, άδος, ἡ (Α) το φυτό βαλλωτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νωθρός + επίθημα άς. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τής φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του (πρβλ. νωθουρίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 65οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …

    Dictionary of Greek

  • 66ονοματολογία — η 1. το σύνολο τών όρων ενός επιστημονικού ή τεχνικού κλάδου, ορολογία («ιατρική ονοματολογία») 2. η διερεύνηση, διευκρίνηση και εξήγηση τών ονομασιών τών διαφόρων μερών ή τών τμημάτων που συγκροτούν ένα σύνολο (α. «ονοματολογία τού… …

    Dictionary of Greek

  • 67ουλόδενδρο — (ulodendron). Μεγάλο δέντρο της ανθρακολιθικής περιόδου, συγγενικό του λεπιδόδεντρου, που έχει εκλείψει. Ο φλοιός των βλαστών και των κλάδων του διαιρείται σε μικρούς ρόμβους με ελικοειδή διάταξη. Απολιθώματα του ο. βρέθηκαν σε πολλές περιοχές. * …

    Dictionary of Greek

  • 68παράφυλλο — Έτσι ονομάζονται τα μικρά εξαρτήματα του φύλλου που βρίσκονται κοντά στο σημείο της πρόσφυσής του με τον βλαστό ή προσκολλημένα στον μίσχο του. Τα π. είναι μικρά ελάσματα διαταγμένα συμμετρικά. Ονομάζονται μισχοφυή όταν φυτρώνουν μαζί με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 69πεντάγωνος — η, ο / πεντάγωνος, ον, ΝΑ 1. (για σχήμα) αυτός που αποτελείται από πέντε γωνίες και από πέντε πλευρές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάγωνο μαθημ. επίπεδο πολύγωνο που έχει πέντε γωνίες και επομένως πέντε πλευρές νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. α) άνθος με… …

    Dictionary of Greek

  • 70πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να …

    Dictionary of Greek