κλαδών

  • 51κλαδωνία — η βοτ. κοσμοπολιτικό γένος λειχήνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. cladonia < cladon (πρβλ. κλάδων «κλάδος» < κλάδος [Ι]) + ia (πρβλ. ία)] …

    Dictionary of Greek

  • 52κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… …

    Dictionary of Greek

  • 53κοκκυγωδυνία — η ιατρ. πόνος που εντοπίζεται στον κόκκυγα και οφείλεται σε νευραλγία τών οπίσθιων κλάδων τών ιερών νεύρων ή σε βλάβη τού ίδιου τού κόκκυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coccygodynia < coccyg(o) (< κοκκυγ < κόκκυξ) + odynia (πρβλ …

    Dictionary of Greek

  • 54λαγέττα — η βοτ. γένος μικρών πολύ κλαδων δένδρων ή θάμνων τής τροπικής Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lagetta < νεολατ. lagetta < λατινοαμερικ. lagetto] …

    Dictionary of Greek

  • 55λυγοπλόκος — λυγοπλόκος, ον (Α) λυγιστής, κατασκευαστής καλαθιών και άλλων αντικειμένων με πλέγματα κλάδων λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. λογο πλόκος, μυθο πλόκος] …

    Dictionary of Greek

  • 56μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… …

    Dictionary of Greek

  • 57μακροοικονομία — η οι οικονομικές σχέσεις στο επίπεδο τών κλάδων και τού συνόλου τής εθνικής οικονομίας …

    Dictionary of Greek

  • 58μαστίχα — Ελαιορητινούχος ουσία που παράγεται από τον αειθαλή θάμνο Pistacia lentiscus (κοινώς σχίνος) της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Κύριο μαστιχοπαραγωγό φυτό αποτελεί η ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia ή μαστιχοφόρος σχίνος της… …

    Dictionary of Greek

  • 59μεταξονηματουργία — η τεχνολ. κατασκευή μεταξωτών νημάτων από τα ινώδη παράγωγα τής σηροτροφίας και όλων τών κλάδων τής μεταξοβιομηχανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι + νηματουργία] …

    Dictionary of Greek

  • 60μικροοικονομική — Μελέτη των οικονομικών φαινομένων στο επίπεδο της οικονομικής μονάδας (καταναλωτής, επιχείρηση). Τα διαχωριστικά όρια με την μακροοικονομική (βλ. λ.) είναι σχετικά δυσδιάκριτα. Ωστόσο σε γενικές γραμμές μπορεί να ειπωθεί ότι η μ. εστιάζει στις… …

    Dictionary of Greek