κλαδών

  • 41ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… …

    Dictionary of Greek

  • 42καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… …

    Dictionary of Greek

  • 43κακάο — Κοινή ονομασία τουδικοτυλήδονου φυτού θεόβρωμα το κ., της οικογένειας των στερκουλιιδών. Η χρήση του κ. ήταν ήδη γνωστή στους Μεξικανούς, πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής· χρησιμοποιούσαν τους σπόρους του ακόμα και ως νόμισμα. Ο Χριστόφορος… …

    Dictionary of Greek

  • 44καμουχάς — και καμπουχάς και καπχάς, ο και καμούχο, το (Μ καμουκάς και καμοχάς και καμπουχάς και χαμουχάς) βαρύτιμο υφαντό ύφασμα από μετάξι, με πολύχρωμη διακόσμηση κλάδων και ανθέων μσν. επενδύτης και καμουχένιο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kemha] …

    Dictionary of Greek

  • 45καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …

    Dictionary of Greek

  • 46κλάδα — η 1. μεγάλος κλάδος 2. ύφασμα με σχήματα κλάδων, βλαστών ή ανθέων 3. κλάδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδί + μεγεθ. κατάλ. α, πρβλ. κεφάλ α, χέρ α] …

    Dictionary of Greek

  • 47κλάδεμα — Το σύνολο των δενδροκομικών εργασιών που πραγματοποιούνται στα ξυλώδη φυτά, με σκοπό να ρυθμιστεί η ανάπτυξή τους ή η παραγωγή καρπών. Αντικείμενα του κ. μπορούν να είναι όλα τα μέρη του φυτού, όπως κλάδοι, κλαδίσκοι, φύλλα, ρίζες, καρποί, άνθη… …

    Dictionary of Greek

  • 48κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… …

    Dictionary of Greek

  • 49κλάδωμα — το [κλαδώνω] 1. το να βγάζει ένα φυτό κλαδιά, η απόκτηση κλάδων 2. η τοποθέτηση μικρών κλαδιών, ιδίως από δρυ, στις κλίνες τών μεταξοσκωλήκων κατά το τελευταίο στάδιο ανάπτυξής τους, ώστε αυτοί να ανεβούν επάνω τους και να σχηματίσουν τα βομβύκια …

    Dictionary of Greek

  • 50κλάση — η (Α κλάσις) [κλώ] θραύση, σπάσιμο, τσάκισμα, τεμαχισμός («πάσας δὲ κλάσεις καὶ διαφορὰς τῶν κύκλων ἐμποιεῖν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. σύνολο προσώπων ή πραγμάτων που αποτελούν μέρος ενός όλου, τάξη, ομάδα, κατηγορία 2. βιολ. μονάδα βιολογικής… …

    Dictionary of Greek