κλαδών

  • 121Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …

    Dictionary of Greek

  • 122Σι (Χσι) Κιανγκ — Ποταμός (2000 περίπου χλμ.) της νότιας Κίνας, που εκβάλλει στη Νότια Κινεζική θάλασσα με εκτεταμένο δέλτα. Σχηματίζεται στην Κουεϊπίνγκ από τη συμβολή δυο πηγαίων κλάδων: του Χουνγκσοέι (που λέγεται και Πακ Xo, λίγο πιο κάτω από τη συμβολή του με …

    Dictionary of Greek

  • 123Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …

    Dictionary of Greek

  • 124Τάμεσης — (Thames). Ποταμός της Αγγλίας που διαρρέει το νότιο τμήμα της από τα Δ προς τα Α και εκβάλλει στη Βόρεια Θάλασσα· είναι ο μεγαλύτερος και σημαντικότερος ποταμός των βρετανικών νήσων. Σχηματίζεται από τη συμβολή μερικών πηγαίων κλάδων, οι… …

    Dictionary of Greek

  • 125Τρουπάκης — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Μάνης, η οποία είναι κλάδος των Παλαιολόγων του Μιστρά, γενάρχης της οποίας ήταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος. Αυτός, εξαιτίας της καταγωγής του και των προσωπικών του ικανοτήτων, έγινε πρωτόγερος στην Ανδρούβιστα, με… …

    Dictionary of Greek

  • 126Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …

    Dictionary of Greek

  • 127ՃԻՒՂ — (ճիւղոյ.) NBH 2 0181 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c գ. ՃԻՒՂ որ եւ ՃԻՂ, ճղոյ, ոց, եւ ի, ից. κλών, κλάδος , κλαδών ramus, ramulus. գրի եւ որպէս ռմկ. Ճուղ. Ճեղ. (լծ. ընդ ծիղ. ծեղ. շիղ. ընձիւղ.) Ոստ, ստեղն. բազուկ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 128κλάδεμα — κλάδεμα, το και κλάδευμα, το, ατος η πράξη του κλαδεύω, κόψιμο των ξερών ή άχρηστων κλάδων: Πρέπει να ξέρει από κλάδεμα για να μου κλαδέψει καλά τ αμπέλι …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)