κλαδών

  • 111Κίντι, Αμπού Γιουσούφ Γιακούμπ αλ- — (Κούφα, Ιράκ 801; – 873;). Μουσουλμάνος φιλόσοφος και επιστήμονας. Ο Κ., τον οποίο οι ομόθρησκοί του αποκαλούν φιλόσοφο των Αράβων, θεωρείτο ένας από τους εννέα κριτές της αστρολογίας κατά τον Μεσαίωνα. Σπούδασε στη Βασόρα και στη Βαγδάτη, όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 112Κλάιν, Φέλιξ — (Felix Klein, Ντίσελντορφ 1849 – Γκέτινγκεν 1925). Γερμανός μαθηματικός. Σπούδασε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Βόνης, απ’ όπου πήρε διδακτορικό δίπλωμα το 1868. Το 1872 διορίστηκε καθηγητής μαθηματικών στο πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν και το… …

    Dictionary of Greek

  • 113κορδαϊτώδη ή κορδαϊτικά — Τάξη απολιθωμένων γυμνοσπέρμων της κλάσης των κωνιφεροφύτων, τα οποία θεωρούνται πρόγονοι των σύγχρονων κωνοφόρων. Είχαν ψηλούς, ευθείς κορμούς, ύψους 30 40 μ., οι οποίοι διακλαδίζονταν μόνο στην κορυφή. Τα φύλλα τους, ακέραια, λεπιοειδή, κατ’… …

    Dictionary of Greek

  • 114κρανιακά νεύρα — Ονομασία 12 ζευγών νεύρων που ξεκινούν από την πρόσθια επιφάνεια του στελέχους του εγκεφάλου και, μέσα από ειδικές οπές του κρανίου, φτάνουν μέχρι τα όργανα και τους ιστούς της κεφαλής και του τραχήλου και τα νευρώνουν. Από αυτά μόνο ένα, το… …

    Dictionary of Greek

  • 115Κτενάς, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1884 – 1935). Γεωλόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της επιστήμης στην Ελλάδα. Σπούδασε στη σχολή φυσικών επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, όπου το 1907 ανακηρύχθηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 116Λαμάρκ, Ζαν Μπατίστ Πιερ Αντουάν ντε Μονέ ντε- — (Jean Baptiste Pierre Antoine de Monet de Lamarck, Μπαζαντέν 1744 – Παρίσι 1829). Γάλλος φυσιοδίφης. Προοριζόταν να γίνει ιερωμένος, κατατάχθηκε όμως στον στρατό και σπούδασε ιατρική στο Παρίσι. Ο Λ. αφιερώθηκε στη μελέτη διαφόρων κλάδων της… …

    Dictionary of Greek

  • 117λιθοκοράλλια ή σκληρακτίνια — (madreporaria ή scleractinia). Τάξη κνιδοζώων της ομοταξίας των ανθοζώων. Πρόκειται για οργανισμούς συγγενικούς με τις θαλάσσιες ανεμώνες, με τη διαφορά ότι εκκρίνουν ένα σκληρό ασβεστολιθικό εξωσκελετό. Το ιδρυτικό άτομο της αποικίας εκκρίνει… …

    Dictionary of Greek

  • 118Μέδικοι — (Medici). Μεγάλη οικογένεια της Φλωρεντίας. Από τις αρχές της συγκρότησής της επιδόθηκε στο εμπόριο και στις αρχές του 13oυ αι. η δραστηριότητά της εξαπλώθηκε επίσης στον εμπορικό δανεισμό, προπάντων μετά τη μεγάλη τραπεζική κρίση της Φλωρεντίας… …

    Dictionary of Greek

  • 119Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… …

    Dictionary of Greek

  • 120νεγροειδείς — Κλάδος του ανθρώπινου είδους, που περιλάμβανει, σύμφωνα με την ταξινόμηση του ανθρωπολόγου Ρ. Μπιαζούττι τρεις κορμούς: τους Στεατοπυγίδες, Πυγμίδες και τους Νεγρίδες. Στον πρώτο ανήκουν οι Βουσμάνοι και οι Οττεντότοι, στο δεύτερο οι Πυγμαίοι και …

    Dictionary of Greek