κλαδών

  • 11Κίρχοφ, Γκούσταφ Ρόμπερτ — (Gustav Robert Kirchhoff, Κένιξμπεργκ [σημερινό Καλίνινγκραντ] 1824 – Βερολίνο 1887). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του, με τον φυσικό Νόιμαν και τον μαθηματικό Γιάκομπι. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο… …

    Dictionary of Greek

  • 12Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …

    Dictionary of Greek

  • 13вѣтвь — ВѢТВ|Ь (37), И с. Ветвь, ветка: вѣтви съломи и корене не истьрже СбТр ХII/ХІІІ, 14 об.; дають (ж) и простьцемъ въ тъ д҃нь по дъвѣ ѹнькины [так!] свѣщѣ. съ вѣтвьми УСт XII/XIII, 272 об.; и се вранъ пришьдъ ѿломи ветвь съ ѡвощемь ПрЛ XIII, 10г;… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 14BONIFACIUS — I. BONIFACIUS Africae Comes, Augustino amicissimus, cum vitam monasticam amplexurus esser, ab hoc absterritus est, rebus iam in bello praeclare gestis inclitus. Mox ductâ uxore Arianâ, aliquid humani passus, epist. 70. Augustini elicuit, et ab… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 15OLIVA — I. OLIVA German. Olven Kloster, monasterium 1. tantum milliar. Prussico a Gedano, in Polonia, ubi pax coiit A. C, 1660. Inter Imperatorem, Regesque Poloniae, Sueciae et Daniae. Conditum A. C. 1180. a Subislao, Cassubiae et Pomerelliae Principe,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 16-βία — (απόδοση στα Ελληνικά του νεολατινικού bia, που προέρχεται από τον ενικό θηλυκού ή τον πληθυντικό ουδετέρου του bius «αυτός που έχει έναν ειδικό (ή εξειδικευμένο τρόπο ζωής») επίθημα που χρησιμοποιείται στην ορολογία διαφόρων επιστημονικών κλάδων …

    Dictionary of Greek

  • 17Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …

    Dictionary of Greek

  • 18Σάβος — Ποταμός της βόρειας πρώην Γιουγκοσλαβίας, δεξιός παραπόταμος του Δούναβη, που φτάνει στο Βελιγράδι ύστερα από ρου 712 χλμ (είναι ο μακρύτερος ποταμός που ρέει σε όλο το μήκος του στη Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, Βοσνία Ερζεγοβίνη). Πηγάζει από τη… …

    Dictionary of Greek

  • 19Τσέχος — ο, θηλ. Τσέχα, Ν 1. ο κάτοικος τής Τσεχίας ή αυτός που κατάγεται από την Τσεχία 2. φρ. «Τσέχοι Αδελφοί» οι οπαδοί τών τριών κλάδων τού ακραίου προτεσταντισμού που προήλθαν από την τσεχική μεταρρύθμιση τού 15ου αιώνα στη Βοημία και έχουν ως βασικό …

    Dictionary of Greek

  • 20αγγειογραφία — Η σκιαγραφική απεικόνιση των κλάδων ενός αγγειακού στελέχους μετά από έγχυση σκιερής ουσίας μέσα στο αγγείο. Η έγχυση της σκιερής ουσίας γίνεται είτε απευθείας με διαδερμική παρακέντηση του αγγείου είτε κατόπιν εισαγωγής ειδικού λεπτού καθετήρα.… …

    Dictionary of Greek