κλαδώδης

  • 1κλαδώδης — κλαδώδης, ῶδες (Α) [κλάδος (Ι)] αυτός που έχει άφθονα κλαδιά …

    Dictionary of Greek

  • 2κλαδῶδες — κλαδώδης with many masc/fem voc sg κλαδώδης with many neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …

    Dictionary of Greek

  • 4ασφοδελός — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… …

    Dictionary of Greek

  • 5ασφόδελος — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… …

    Dictionary of Greek

  • 6κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… …

    Dictionary of Greek

  • 7αγριογαλιά — Κοινή ονομασία δύο φυτών. Το ένα είναι η καμπανούλα η κλαδώδης της οικογένειας των καμπανουλιδών. Ο βλαστός της έχει ύψος 30 εκ., με πολλά κλαδιά. Τα κατώτερα φύλλα της είναι μακρουλά και τα ανώτερα ωοειδή. Τα άνθη της είναι ιώδη με μακρύ ποδίσκο …

    Dictionary of Greek