-
1 κλήση
[клиси] ома. Θ. вызов,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κλήση
-
2 зов
-
3 вызов
вызовм1. ἡ κλήση, ἡ κλήσις, ἡ πρόσκληση, ἡ πρόκληση:\вызов по телефону ἡ τηλεφωνική πρόσκληση· \вызов в суд ἡ δικαστική κλήση·2. (на состязание) ἡ πρό(σ)κληση. -
4 вызов
-а α.1. νιλήση, φώνασμα• πρόσκληση, κάλεσμα•вызов врача на дом κάλεσμα του γιατρού στο σπίτι.
|| ανάκληση στη σκηνή (ηθοποιού,1 τραγουδιστή).2. κλήση (δικαστική)•получать вызов в суд παίρνω δικαστική κλήση•
вызов свидетелей κλήση μαρτύρων, κάλεσμα, πρόταση συμμετοχής•
вызов на соревнование κάλεσμα σε άμιλλα.
|| κάλεσμα σε μονομαχία•бросить перчатку в знак -а πετώ το γάντι σε ένδειξη πρόκλησης σε μονομαχία.
|| περιφρόνηση•вызов советской общественности πρόκληση κατά του σοβιετικού κοινού•
вызов здравому смыслу πρόκληση στην κοινή λογική.
-
5 вызов
1. (посылка вызывного сигнала) η κλήσηизбирательный - επιλεκτική/εκλεκτική -2. (юр) η κλήση 3. (приглашение, требование) η πρόσκληση, το κάλεσμα 4. (причина чего-л.) η πρόκληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вызов
-
6 призыв
призыв м 1) (обращение ) η έκκληση 2) (лозунг ) το σύνθημα 3) воен. η κλήση, η πρόσκληση* * *м1) ( обращение) η έκκληση2) ( лозунг) το σύνθημα3) воен. η κλήση, η πρόσκληση -
7 повестка
-и θ.1. ειδοποίησηειδοποιητήριο• κλήση πρόσκληση•повестка в суд ή судебная -δικαστική κλήση.
2. η ημερήσια διάταξη.3. σάλπισμα, σινιάλο.εκφρ.повестка дня – βλ. 2 σημ. на -е дня ή на -у дня στη σειρά. -
8 призыв
-а α.1. κλήση• πρόσκληση• κάλεσμα•призыв на помощь κάλεσμα σε βοήθεια•
призыв на военную службу η κλήση στο στρατό•
призыв к порядку ανάκληση στην τάξη•
призыв к восстанию κάλεσμα σε εξέγερση.
|| στρατιωτική κλάση•призыв прошлого года η περσινή κλάση.
2. σύνθημα•первомайские -ы τα πρωτομαγιάτικα συνθήματα.
εκφρ.ленинский призыв – στρατολογία μελών στο κόμμα προς τιμήν του Λένιν. -
9 требование
-я ουδ.1. απαίτηση, αξίωση, διεκδίκηση• αίτημα•требование денег απαίτηση χρημά•
требование удовлетворить -я бастующих ικανοποιώ τα αιτήματα των απεργών•
-я моды οι απαιτήσεις της μόδας•
высокие -я μεγάλες απαιτήσεις•
территориальные -я εδαφικές διεκδικήσεις•
выдвигать -я προβάλλω διεκδίκησε ις (αξιώσεις).
|| κλήση, κλήτευση•требование суда δικαστική κλήση.
2. ζήτηση•большое требование на меха μεγάλη ζήτηση στις γούνες.
|| αίτηση γραπτή. || πλθ. -я τα απαιτούμενα•-я к поступающим в вузы τα απαιτούμενα για την εισαγωγή στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
-
10 повестка
1. (письменное извещение ο вызове куда-л.) η ειδοποίηση, το ειδοποιητήριο, η κλήση 2. (напр. дня) η ημερήσια διάταξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повестка
-
11 разговор
1. (беседа) η συνομιλία, η συζήτηση 2. (тлф) η συνδιάλεξη 3. (тлф.) (вызов) η κλήση, аннулировать - ακυρώνω την -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разговор
-
12 зов
зовм ἡ κλήση [-ις], ἡ πρόσκληση [-ις]:по первому \зову μέ τήν πρώτη πρόσκληση, μόλις μᾶς καλέσει. -
13 извещение
извещ||ениес1. (действие) ἡ ἀναγγελία, ἡ είδοποίηση [-ις]·2. (повестка) ἡ κλήση, ἡ κλήσις. -
14 оклик
окликм ἡ κλήση, ἡ κλήσις, ἡ φωνή, τό φώναγμα. -
15 повестка
повестк||аж ἡ είδοποίηση [-ις], ἡ ἀγγελία (уведомление) / ἡ κλήση [-ις], ἡ κλήτευση [-ις] (в суд) / ἡ πρόσκληση [-ις], τό κάλεσμα (в армию)· ◊ \повестка дия ἡ ἡμερήσια διάταξη· поставить на \повесткау дня βάζω στήν ἡμερησία διάταξη· снять с \повесткаи дня βγάζω ἀπό τήν ἡμερησία διάταξη. -
16 призыв
призывм1. ἡ ἔκκληση [-ις]:откликнуться на \призыв ἀπαντώ στήν Εκκληση·2. (лозунг) σύνθημα:первомайские \призывы τά πρωτομαγιάτικα συνθήματα·3. воен. ἡ κλήση, ἡ πρόσκληση (στρατευσίμων)· ◊ Ленинский \призыв ἡ στρατολογία (στό κομμουνιστικό κόμμα) προς τιμήν τοῦ Λένιν. -
17 вызов
[*][βύζααφ) ουσ α. κλήση -
18 зов
[ζόφ] ουσ. α. κλήση -
19 вызов
[*][βύζααφ) ουσ α κλήση -
20 зов
[ζόφ] ουσ α κλήση
См. также в других словарях:
κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… … Dictionary of Greek
κλήση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καλώ, πρόσκληση, κάλεσμα. 2. γραφτή πρόσκληση ιδιώτη ή υπαλλήλου από αρμόδια αρχή: Του ήρθε κλήση από την Εφορεία. 3. γραφτή πρόσκληση διαδίκου ή μάρτυρα στο δικαστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλητικός — ή, ό (AM κλητικός, ή, όν) [κλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλήση, στην πρόσκληση, αυτός που γίνεται με κλήση 2. επικλητικός 3. το θηλ. ως ουσ. γραμμ. η κλητική η πτώση με την οποία καλούμε ή προσφωνούμε κάποιον ή κάτι αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
επαγγελία — η (Α ἐπαγγελία) [επαγγέλλομαι] 1. υπόσχεση, διαβεβαίωση 2. φρ. «γη τής επαγγελίας» η Χαναάν, η χώρα που υποσχέθηκε ο θεός στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «δημόσια επαγγελία» δημόσια… … Dictionary of Greek
στρατολογία — η, ΝΜΑ [στρατολογῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατολογώ, στράτευση, συγκέντρωση, έλεγχος και κατάταξη στρατευσίμων στον στρατό νεοελλ. 1. (νομ.) η κλήση στρατεύσιμων πολιτών στις τάξεις τών ενόπλων δυνάμεων για την εκπλήρωση τών… … Dictionary of Greek
κλητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλήση, αυτός που γίνεται με την κλήση: Αυτό είναι κλητικό επιφώνημα. 2. το θηλ. κλητική ως ουσ., σημαίνει την πτώση με την οποία καλούμε κάτι ή κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάκληση — Νέα πρόσκληση κάποιου· επαναφορά ενός προσώπου στη θέση του. Στη θεατρική ορολογία, α. λέγεται το έντονο χειροκρότημα των θεατών στο τέλος θεατρικής παράστασης, που καλεί στην επανεμφάνιση πάνω στη σκηνή ενός ηθοποιού ή του θιάσου ή του συγγραφέα … Dictionary of Greek
απρόσκλητος — η, ο (AM ἀπρόσκλητος, ον) αυτός που δεν τον έχουν προσκαλέσει κάπου, ακάλεστος αρχ. ο χωρίς νόμιμη κλήση από τον δικαστή, ακλήτευτος … Dictionary of Greek
ε — (I) (Μ ἔ) επιφών. εκφράζει: 1. ενόχληση, δυσαρέσκεια («ε πια, μάς παραζάλισες!») 2. θαυμασμό 3. επιθυμία, ευχή («ε! και να μού τύχαινε ο πρώτος αριθμός τού λαχείου!») νεοελλ. 1. βεβιασμένη συγκατάθεση («ε! φτάνει, σέ πιστεύω!») 2. κλήση («ε!… … Dictionary of Greek
εναγωγή — η (AM ἐναγωγή) κλήση στο δικαστήριο, μήνυση, αγωγή, καταγγελία, δίωξη … Dictionary of Greek