-
1 κλέβω
[клэво]end р. красть, воровать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κλέβω
-
2 воровать
-
3 красть
-
4 похитить
-
5 таскать
таскатьнесов1. (носить) κουβαλώ/ σέρνω πίσω μου (волочить):\таскать воду κουβαλώ νερό· \таскать всюду с собой κουβαλώ μαζί μου παντοῦ· он еле ноги таскает μόλις σέρνει τά πόδια του·2. (воровать) разг σουφρώνω, κλέβω:\таскать кур κλέβω κότες·3. (об одежде, обуви) φορώ·4. (дергать) τραβώ:\таскать за волосы τραβώ ἀπ' τά μαλλιά· \таскать за уши τραβώ τ' αὐτιά· ◊ \таскать по судам τραβολογώ στά δικαστήρια· \таскать для кого́-л. каштаны из огня погов. βγάζω τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά. -
6 угонять
угон||ятьнесов1. πηγαίνω (μετ.), ὁδηγώ:\угонятьять стадо в степь ὀδηγῶ τό κοπάδι στή στεππα·2. (увозить, похищать) ἀπάγω, κλέβω/ ὁδηγώ διά τής βίας (тк. о людях):\угонятья́ть автомобиль κλέβω αὐτοκίνητο. -
7 воровать
-рую, -руешь, ρ.δ.κλέβω, -φτω, -πτω•воровать деньги κλέβω χρήματα•
мальчик стал воровать το παιδάκι άρχισε να κλέβει.
-ется κλέβει, είναι κλέφτης. -
8 жульничать
ρ.δ. λαθροχειρώ, κλέβω• κάνω απάτες, κατεργαριές•жульничать в игре κάνω απάτες•
ото παιγνίδι, κλέβω.
-
9 залезть
-езу, -езешь, παρλθ. χρ. залез, -ла, -ло, προστκ. залезь ρ.σ.1. σκαρφαλώνω, αναρριχιέμαι•залезть на мачту, на дерево σκαρφαλώνω στο κατάρτι, στο δέντρο.
2. σέρνομαι, έρπω• χώνομαι, κρύβομαι. || φορώ• ποδένω•залезть в халат φορώ τη ρόμπα•
залезть в отцовские сапоги φορώ τις μπότες του πατέρα.
3. εισχωρώ, διεισδύω κρυφά, τρυπώνω, χώνομαι•воры -ли в чулан οι κλέφτες μπήκαν στο κελάρι.
|| κλέβω, λαθροχειρώ•залезть в карман κλέβω αποτη τσέπη.
|| μπαίνω, εισέρχομαι, ανεβαίνω•-в трамвай μπαίνω στο τραμ.
-
10 красть
краду, крадёшь, παρλθ. χρ. крал, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. кравший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. краденный, βρ: -ден, -а, -о,επιρ. μτχ. крадяρ.δ. μ. κ. αμ. κλέβω.εισχωρώ κρυφά, τρυπώνω, προχωρώ κρυφά, προσεχτικά. || κλέβω. -
11 наворовать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наворованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. κλέβω (πολλά)•наворовать массу вещей κλέβω ένα σωρό πράγματα.
-
12 поворовать
ρ.σ.1. κλέβω (για ένα χρον. διάστημα).2. (απλ.) κλέβω (πολλά, πολλούς). -
13 похитить
-ищу -итишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. похищенный, βρ: -щен, -а, •похититьο ρ.σ.μ. αρπάζω, κλέβω• απάγω•парис -ил красавичу е-лну ο Πάρης απήγαγε την ωραία Ελένης•
похитить картину κλέβω πίνακα (εικόνα).
-
14 воровать
вороватьκλέβω, κλέπτω / ὑπεξαιρώ, σουφρώνω (о мелкой краже). -
15 выкрадывать
выкрадыватьнесов· κλέβω, κλέπτω, ὑπεξαιρώ. -
16 вытаскивать
вытаскиватьнесов1. (выносить) βγάζω ἔξω, ἐξάγω·2. (выдергивать) ἀποσπῶ, ξεριζώνω, βγάζω, ἀρπάζω·3. (красть) κλέβω, σουφρώνω. -
17 красть
крастьнесов κλέβω, κλέπτω, ὑπεξαιρώ, σουφρώνω. -
18 лазить
лазитьнесов (взбираться) σκαρφαλώνω:\лазить по деревьям σκαρφαλώνω στά δέντρά ◊ \лазить по карманам κλέβω ἀπό τήν τσέπη, εἶμαι πορτοφολάς. -
19 мошенничать
мошенни||чатьнесов ἐξαπατώ:\мошенничатьчать в игре κλέβω στό παιχνίδι. -
20 награбить
награбитьсов κλέβω, διαρπάζω (σέ μεγάλη ποσότητα).
См. также в других словарях:
κλέβω — κλέβω, έκλεψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κλέβω — και κλέφτω έκλεψα, κλέφτηκα και κλάπηκα, κλεμμένος 1. αφαιρώ κρυφά ή με απάτη πράγμα που ανήκει σε άλλον, ιδιοποιούμαι κάτι, βουτάω: Μπήκαν στο χρυσοχοείο το βράδυ κι έκλεψαν ρολόγια και κοσμήματα. 2. αρπάζω βίαια κόρη και τη νυμφεύομαι: Δεν του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
παρακλέβω — κλέβω πολύ συχνά ή κλέβω πάρα πολύ … Dictionary of Greek
λωποδυτώ — (Α λωποδυτῶ, έω) [λωποδύτης] διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα αρχ. 1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω 2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ… … Dictionary of Greek
στέρομαι — Α μού λείπει κάτι, στερούμαι ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία, αμφίβολη όμως, άποψη, το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ster «κλέβω» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. serb «κλοπή», καθώς και με τα αρχ. άνω γερμ. stelan «κλέβω» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
αλληλοκλέβομαι — και αλληλοκλέπτομαι κλέβομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν κλέβω και εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + κλέβω ( ομαι). Ο τ. αλληλοκλέπτομαι < αλληλο * + κλέπτω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοκλοπή] … Dictionary of Greek
διακλέπτω — (Α) 1. κλέβω κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, κλέβω κάθε τόσο 2. συγκαλύπτω 3. αποτρέπω κάποιο κακό 4. (για διάστημα χρόνου) αδρανώ, απρακτώ 5. ( ομαι) (για στρατιώτες) διασκορπίζομαι, λιποτακτώ … Dictionary of Greek
περισυλώ — άω, Α 1. αφαιρώ κάτι ολόγυρα, αφαιρώ τελείως 2. απογυμνώνω κάποιον ή κάτι από όλα ὁσα είχε επάνω του 3. κλέβω, αρπάζω 4. (κυρίως σχετικά με νεκρούς) κλέβω ὁ,τι πολύτιμο έχει, διενεργώ πλήρη σύληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + συλῶ «αφαιρώ,… … Dictionary of Greek
υπεκκλέπτω — Α κλέβω κρυφά και αθόρυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκκλέπτω «κλέβω κρυφά»] … Dictionary of Greek
υποσυλώ — άω, Α 1. αρπάζω κρυφά 2. κλέβω ξένες λέξεις και ιδέες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + συλῶ «κλέβω, αρπάζω»] … Dictionary of Greek