κλάς
1Κλας — (The Clash). Βρετανικό συγκρότημα της ροκ μουσικής. Ίσως το πιο αυθεντικό, το πιο ριζοσπαστικό και το πιο πολιτικοποιημένο μουσικό σχήμα της γενιάς του πανκ, υπήρξε ταυτόχρονα και το πιο επιτυχημένο στις ΗΠΑ. Οι Κ. σχηματίστηκαν το 1976 στο… …
2κλᾶς — κλᾶ̱ς , κλάω cry pres ind act 2nd sg (doric) κλάω cry imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
3κλᾷς — κλάω cry pres subj act 2nd sg κλάω cry pres ind act 2nd sg (epic) …
4κλάς — κλάδος branch neut nom sg (attic) …
5Άρνολντσον, Κλας Πόντους — (Klas Pontus Arnoldson,1844 – 1916). Σουηδός ειρηνιστής και πολιτικός. Ίδρυσε την Εταιρεία των Φίλων της Ειρήνης και ηγήθηκε κίνησης για την κατοχύρωση της ειρήνης σε παγκόσμια κλίμακα. Για τη δραστηριότητά του αυτή τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ… …
6κλᾶις — κλᾷς , κλάω cry pres subj act 2nd sg κλᾷς , κλάω cry pres ind act 2nd sg (epic) …
7Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …
8κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …
9kel-3, kelǝ-, klā- extended klād- — kel 3, kelǝ , klā extended klād English meaning: to hit, cut down Deutsche Übersetzung: ‘schlagen, hauen” Note: separation from kel “prick” and from skel “cut, clip” is barely durchfũhrbar; beachte esp. Slav. *kólti “prick” =… …