κιϑαρίζειν
1κιθαρίζειν — κιθαρίζω play the cithara pres inf act (attic epic) …
2κιθαρίζω — (ΑΜ κιθαρίζω) [κιθάρα] παίζω κιθάρα («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ) αρχ. 1. παίζω κιθάρα ή γενικώς μουσικό όργανο, αυλό, φόρμιγγα, λύρα κ.λπ., συνοδεύω άσμα με μουσική υπόκρουση («φόρμιγγι λιγείῃ κιθάριζεν», Ομ. Ιλ.) 2.… …
3μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …
4citarizar — intr. Tocar la cítara. * * * citarizar. (Del lat. citharizāre, y este del gr. κιθαρίζειν). intr. ant. Tocar o tañer la cítara …
5επωλένιος — ἐπωλένιος, ον (Α) [ωλένη] 1. αυτός που φέρεται, κρατιέται στην αγκαλιά κάποιου («ἐπωλένιον φορέουσα Πηλεΐδην Ἀχιλλῆα», Απολλ. Ρόδ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «ἐπωλένιον κιθαρίζειν» κρατώντας την κιθάρα) …
6citarizar — (Del lat. citharizāre, y este del gr. κιθαρίζειν). intr. ant. Tocar o tañer la cítara …
7gō̆ u-, gou̯ǝ-, gū- — gō̆ u , gou̯ǝ , gū English meaning: to call, cry Deutsche Übersetzung: “rufen, schreien” Note: (onomatopoeic) Material: O.Ind. gavatē (only Dhatup.) “ sounds”, Intens. jō guvē “ lasse laut ertönen, spreche laut aus “, jō gū… …