κιστίδιον
1κιστίδιον — κιστίδιον, τὸ (Α) μικρό κιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. ζωμ ίδιον, χοιρ ίδιον)] …
2κιστίδια — κιστίδιον basket neut nom/voc/acc pl …
3κίστη — Καλάθι ή κιβώτιο κυλινδρικού σχήματος το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα. Η κ. ήταν κατασκευασμένη είτε από κλαδιά πλεγμένα μεταξύ τους είτε από ξύλο ή μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Χρησίμευε για τη φύλαξη λαχανικών, καρπών και άλλων τροφών …