κιρνάντες πόλιν

  • 1κοτυλίζω — (Α) [κοτύλη] 1. πουλώ κάτι με την κοτύλη, πουλώ λειανικά («τοῑς δὴ ἐμπόροις καλῶς εἶχε μὴ κοτυλίζειν, ἀλλ ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾱσθαι», Αριστοτ.) 2. μτφ. παρέχω λίγα («κίρναντες γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῑς πένησιν», Αριστοφ.) …

    Dictionary of Greek