κιξάλλης
1κιξάλλης — και κιττάλης, ὁ (Α) 1. αυτός που κάνει ληστείες στον δρόμο, ο ληστής 2. (κατά τον Ησύχ.) «κιξάλης φώρ, κλέπτης, ἀλαζών». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως εμφανίζει ττ (κιττάλης) στη θέση τού ξ και επίθημα σε λ (πρβλ …
2κιξάλλης — highway robber masc nom sg …
3κιξάλλαι — κιξάλλης highway robber masc nom/voc pl κιξάλλᾱͅ , κιξάλλης highway robber masc dat sg (doric aeolic) …
4κιξάλλην — κιξάλλης highway robber masc acc sg (attic epic ionic) …
5κιξαλλία — κιξαλλία, ἡ (Α) [κιξάλλης] 1. ληστεία που γίνεται σε δημόσιους δρόμους 2. (κατά τον Ησύχ.) κάθε είδος κακοτεχνίας …
6κιξαλλεύω — (Α) [κιξάλλης] ληστεύω, είμαι ληστής …
7κιττάλης — (Α) βλ. κιξάλλης …