κιξάλης

  • 1κιξάλλης — και κιττάλης, ὁ (Α) 1. αυτός που κάνει ληστείες στον δρόμο, ο ληστής 2. (κατά τον Ησύχ.) «κιξάλης φώρ, κλέπτης, ἀλαζών». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως εμφανίζει ττ (κιττάλης) στη θέση τού ξ και επίθημα σε λ (πρβλ …

    Dictionary of Greek