κινναμωμο-φόρος
1κινναμωμοφόρος — κινναμωμοφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει κιννάμωμο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιννάμωμον + φόρος (< φέρω)] …
1κινναμωμοφόρος — κινναμωμοφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει κιννάμωμο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιννάμωμον + φόρος (< φέρω)] …