κιννάμωμον
31κινναμωμοφόρος — κινναμωμοφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει κιννάμωμο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιννάμωμον + φόρος (< φέρω)] …
32κινναμώμινος — κινναμώμινος, ίνη, ον (Α) [κιννάμωμον] αυτός που παρασκευάζεται από κιννάμωμο ή με κιννάμωμο* …
33ξυλοκιννάμωμον — ξυλοκινναμώμον, τὸ (ΑΜ) το ξύλο τού κινναμμώμου, τής κανέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κιννάμωμον] …
34οποκιννάμωμον — ὀποκιννάμωμον, τὸ (Α) ο οπός τού κινναμώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κιννάμωμον] …
35υπάργυρος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾱσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ. β. «εἰ μισθοῑο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», Πίνδ.) αρχ. 1. (για πέτρωμα, γη, ορυκτό) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει φλέβα …
36ψευδοκιννάμωμον — τὸ, Α φυτό που μοιάζει με το κιννάμωμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + κιννάμωμον] …
37κιναμώμωι — κιναμώμῳ , κιννάμωμον ḳinnamon neut dat sg …