κιννάμωμον
21CARDAMOMUM amomo et amomidi — simile et nomine et frutice, semine cblongô. Metitur eôdem modô et in Arabia. Quatuor eius genera: viridissimum ac pingue acutis angulis contumax fricanti, quod maxime laudatur: proximum e ruffo candicans: tertium brevius atque nigrius. Peius… …
22CINNAMA — apud Statium, Thebaid. l. 6. v. 61. Tertius assurgens Arabum strue tollitur ordo, Eoas complexus opes, incanaque glebis Tura, et ab antiquo durantia Cinnama Belo. Quid sint, dicemus infra. Hic saltem durabilitatem cinnami considerabimus, quam… …
23CINNAMOLOGUS — apud Plin. l. 10. c. 33. avis est, cinnami surculis privatim nidifcans, quos plumbatis indigenae decutiant sagittis. Idem tradit Aristoteles, l. 9. c. 13. et ex eo Antigonus Carystius, c. 49. qui κιννάμωμον cam vocat. Sratius quoque in Epicedio… …
24ισοκιννάμωμος — ἰσοκιννάμωμος, ον (Α) (για το φυτό κασσία) όμοιος με κιννάμωμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κιννάμωμον] …
25καμφορά — Ουσία έντονα αρωματική, που εξάγεται από το δένδρο κιννάμωμον ή λάουρος η καμφορά (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Είναι διαδεδομένο στη νότια Κίνα, στην Ταϊβάν, στην Ινδία, στην Ιάβα και στη Σουμάτρα. Έχει αειθαλές και γυαλιστερό φύλλωμα με …
26κανέλα — Εδώδιμο που προέρχεται από το αειθαλές δέντρο κιννάμωμο το κεΰλανικό (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Το δέντρο φύεται στην ανατολική Ασία, στην Ιάβα και στη Σρι Λάνκα, όπου καλλιεργείται πολύ εντατικά. Έχει δερματώδη φύλλα και μικρά… …
27κινναμωμέλαιο — το (Α κινναμωμέλαιον) έλαιο που παράγεται από το κιννάμωμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιννάμωμον + έλαιον (< ἔλαιον), πρβλ. αμυγδαλ έλαιον, δαφν έλαιον] …
28κινναμωμίζω — (Α) [κιννάμωμον] μοιάζω με το φυτό κιννάμωμο («πολύοξον καὶ κινναμωμίζον τῷ τύπῳ τῶν θαμνίσκων», Διοσκ.) …
29κινναμωμίς — κινναμωμίς, ίδος, ἡ (Α) [κιννάμωμον] κατώτερο είδος κιννάμωμου …
30κινναμωμικός — ή, ο αυτός που περιέχει κιννάμωμο* ή παράγεται από αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιννάμωμον. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξαυιέρο Λάνδερερ] …