κιναρέων
1κιναρεών — κιναρεών, ῶνος, ὁ (Α) τόπος φυτεμένος με αγκινάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινάρα + επίθημα εών (πρβλ. ανθ εών, δαφν εών)] …
1κιναρεών — κιναρεών, ῶνος, ὁ (Α) τόπος φυτεμένος με αγκινάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινάρα + επίθημα εών (πρβλ. ανθ εών, δαφν εών)] …