κιλλίβας
1κιλλίβας — κιλλίβας, αντος, ὁ (Α) βλ. κιλλίβαντας …
2κιλλίβας — κιλλίβᾱς , κιλλίβας three legged stand masc nom sg …
3κιλλιβάντων — κιλλίβας three legged stand masc gen pl …
4κιλλίβαντα — κιλλίβας three legged stand masc acc sg …
5κιλλίβαντας — κιλλίβας three legged stand masc acc pl …
6κιλλίβαντες — κιλλίβας three legged stand masc nom/voc pl …
7κιλλίβαντι — κιλλίβας three legged stand masc dat sg …
8κιλλίβαντος — κιλλίβας three legged stand masc gen sg …
9αλίβας — Όνομα που έδιναν οι αρχαίοι σε ποταμό που βρισκόταν, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους, στον Άδη. Από τον ποταμό αυτό ονομάστηκε και η φυλή Αλιβαντίς. Α. λεγόταν και o ιδρυτής της πόλης Μεταπόντιο. Η πόλη αναφέρεται και με τα ονόματα… …
10κελλίβας — κελλίβας, ατος, ὁ (Α) πάπ. πιθ. κιλλίβας*, κινητή τράπεζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cilliba «στρογγυλή τράπεζα»] …
- 1
- 2