κιθαρίστρια
1κιθαριστρίᾳ — κιθαριστρίᾱͅ , κιθαρίστρια fem dat sg (attic doric aeolic) …
2κιθαρίστρια — fem nom/voc sg …
3κιθαρίστρια — ἡ (ΑΜ κιθαρίστρια, Α και κιθαριστρίς) θηλ. τού κιθαριστής* …
4κιθαριστρίας — κιθαριστρίᾱς , κιθαρίστρια fem acc pl κιθαριστρίᾱς , κιθαρίστρια fem gen sg (attic doric aeolic) …
5κιθαριστριῶν — κιθαρίστρια fem gen pl …
6κιθαριστρίαις — κιθαρίστρια fem dat pl …
7κιθαρίστριαι — κιθαρίστρια fem nom/voc pl …
8κιθαρίστριαν — κιθαρίστρια fem acc sg …
9κιθαριστής — και κιθαρίστας, ὁ, θηλ. κιθαρίστρια (ΑΜ κιθαριστής, οῡ, θηλ. κιθαρίστρια, Α και κιθαριστρίς) [κιθαρίζω] αυτός που παίζει κιθάρα (α. «ἄνδρες ἀοιδοὶ ἔασιν ἐπὶ χθόνα καὶ κιθαρισταί», Ησίοδ. β. «αὐλητρίδων, ψαλτριῶν, κιθαριστριῶν», Πολυδ.) αρχ. φρ.… …
10κυκλίστρια — κυκλίστρια, ἡ (Α) χορεύτρια τού κύκλιου χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + κατάλ. ίστρια, κατά το κιθαρίστρια)] …
- 1
- 2