κιθάρα
1κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …
2κιθάρα — κιθά̱ρᾱ , κιθάρα lyre fem nom/voc/acc dual (ionic) κιθά̱ρᾱ , κιθάρα lyre fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …
3κιθάρα — η εξάχορδο μουσικό όργανο: Παίζει κιθάρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κιθάρᾳ — κιθά̱ρᾱͅ , κιθάρα lyre fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
5κιθαρίζω — (ΑΜ κιθαρίζω) [κιθάρα] παίζω κιθάρα («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ) αρχ. 1. παίζω κιθάρα ή γενικώς μουσικό όργανο, αυλό, φόρμιγγα, λύρα κ.λπ., συνοδεύω άσμα με μουσική υπόκρουση («φόρμιγγι λιγείῃ κιθάριζεν», Ομ. Ιλ.) 2.… …
6Gitarren — Gitarre engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare …
7Guitarre — Gitarre engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare …
8Ketarre — Gitarre engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare …
9Gitarre — engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare …
10υποκιθαρίζω — Α 1. συνοδεύω με την κιθάρα κάποιον που τραγουδά 2. παίζω την κιθάρα προς τιμή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κιθαρίζω «παίζω κιθάρα»] …