κιβδ-

  • 1κρύβηλος — κρύβηλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) κρυμμένος, κρυπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ , άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, αναλογική προς το επίρρ. κρύβδην*, + κατάλ. ηλος (πρβλ. κίβδ ηλος, κορύμβ ηλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 2νενίηλος — νενίηλος, ον (Α) 1. μωρός, ανόητος, παλαβός 2. κοντόθωρος, με ασθενή όραση 3. (κατά τον Ησύχ.) «νενίηλος τυφλός, ἀπόπληκτος. ἀνόητος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. έχει σχηματιστεί με αναδιπλασιασμό και προέρχεται πιθ. από τη νηπιακή γλώσσα.… …

    Dictionary of Greek

  • 3πέτηλος — ήλη, ον και πέταλος, άλη, ον, Α 1. εκτεταμένος, απλωμένος 2. μεγάλος, αυτός που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πετᾱ τού πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω» + επίθημα λος (πρβλ. έκ η λος, κίβδ η λος)] …

    Dictionary of Greek

  • 4φιλύδρηλος — ον, Α φίλυδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλυδρος, κατά τα επίθ. σε ηλος (πρβλ. κίβδ ηλος)] …

    Dictionary of Greek