κηφῖσίς
1Κηφισίς — Κηφισίς, ἡ (Α) (θηλ. τού Κηφισός) (μόνο στην Ομ. Ιλ. και στον Ομηρ. Ύμν. εις Απόλλ.) φρ. λίμνη Κηφισίς η λίμνη Κωπαΐς, η αποξηραμένη σήμερα Κωπαΐδα …
2Κηφισίς — fem nom sg …
3Κηφισίδα — Κηφισίς fem acc sg …
4Κηφισίδες — Κηφισίς fem nom/voc pl …
5Κηφισίδι — Κηφισίς fem dat sg …
6Κηφισίδος — Κηφισίς fem gen sg …